- σημαδευτής
- οσκοπευτής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σημαδευτής — ο, θηλ. σημαδεύτρα, Ν [σημαδεύω] αυτός που σημαδεύει καλά, ο καλός σκοπευτής … Dictionary of Greek
σημαδεύτρα — η, Ν βλ. σημαδευτής … Dictionary of Greek